- υδροχόος
- (Αστρον.). Ένας από τους 12 αστερισμούς του ζωδιακού κύκλου. Η ονομασία του οφείλεται στο γεγονός ότι το πέρασμα του Ήλιου από τον Υ. συμπίπτει με την περίοδο των βροχών. Αποτελείται από πολλούς αστέρες, μεταξύ των οποίων ο α και ο β είναι λαμπροί υπεργίγαντες. Ο Υ. είναι ορατός στην Ελλάδα.
* * *ο / ὑδροχόος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὑδρηχόος και ὑδρήχοος, -ον, και συνηρ. τ. αρσ. ὑδροχοῡς, Α1. αυτός που χύνει νερό2. ως κύριο όν. (ο) Υδροχόοςονομασία τού ενδέκατου αστερισμού τού ζωδιακού κύκλουαρχ.ονομασία ενός αιγυπτιακού μήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -χόος (< χέω), πρβλ. οινο-χόος].
Dictionary of Greek. 2013.